- κλαίω
- και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω)1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην αγκαλιά τών εδικών μου επάνω - ω ψεύτικη χαρά μου - γλυκά κλαίω», Γρυπ.δ. «οὔτε κλάειν οὔτ' ὀδύρεσθαι πρέπει», Αισχύλ.ε. «ὁ Πέτρος ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς» ΚΔ.στ. «κλαῖεν ἔπειτ' Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν», Ομ. Οδ.)2. υποφέρω (α. «κλαύσει μακρά», Αριστοφ.β. «σέ δ' ἐάν κλάειν μακρὰ τὴν κεφαλήν» — και εσένα θα σέ αφήσω να χτυπάς το κεφάλι σου)νεοελλ.1. λυπάμαι, οικτίρω (α. «κλαίει τη μοίρα του» β. «έτσι που κατάντησε, κλάφτονε» γ. «είναι να τόν κλαις»)2. μέσ. κλαίγομαι και κλαίομαιπαραπονιέμαι για κάτι, συνήθως χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος («έρχεται και μού κλαίγεται κάθε μέρα»)3. (φρ. α) «τραβάτε με κι ας κλαίω» — για εκείνους που προσποιούνται ὅτι δεν θέλουν αυτό που επιθυμούν πολύβ) «να κλαίει η μάννα το παιδί και το παιδί τη μάννα» — μεγάλη συμφορά4. παροιμ. α) «κλαίνε οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες» — γι' αυτούς που ευτυχούν ή ευπορούν, αλλά μεμψιμοιρούνβ) «αν δεν κλάψει το παιδί, δεν τού δίνει η μάννα του βυζί» — αν δεν απαιτεί κάποιος με επιμονή το δίκιο του, δεν πρόκειται να τό βρειγ) «δεν κλαίω κείνα πού 'παθα, μόνο τά θέλω πάθει» — δεν στενοχωριέμαι για τα παθήματα τού παρελθόντος αλλά για τις συνέπειές τουςνεοελλ.-μσν.1. πενθώ («περάσανε τρία χρόνια από τον θάνατό του κι ακόμη τόν κλαίει»2. (η έναρθρη προστ. αορ. ως ουσ.) το κλάψεο θρήνοςαρχ.1. μέσ. κλαίομαιθρηνώ για τον εαυτό μου2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κεκλαυμένος, -η, -ονβουτηγμένος στα δάκρυα («ἔνθεν οὐ κεκλαυμέναι πρὸς οἶκον ἵξεσθ' ἀντὶ τῆς θεωρίας», Σοφ.)3. φρ. α) «κλαίειν λέγω» — να σκάσεις (Ηρόδ.)β) «αὐτὸν δὲ κλαίοντα... ἐπὶ νῆας ἀφήσω» — και αυτόν θα τὸν στείλω ξυλοδαρμένο πίσω στα πλοία (Ομ. Ιλ.)γ) «κλάοις ἄν εἰ ψαύσειας» — θα τιμωρηθείς αν αγγίξεις (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι τ. κλαύσω, ἔκλαυσα επιτρέπουν την επανασύνθεση ενός ενεστώτα *κλαF-yω. Η μόνη πιθανή σύνδεση είναι με το αλβ. klanj, kanj «κλαίω» (< *qlau-n-yo), που συνδυάζει έρρινο και ημιφωνικό επίθημα. Στα παρ. και στα σύνθ. εμφανίζει τα θέματα κλαυ- και κλαυσ- (νεοελλ. κλαψ-), ενώ στους τύπους κλαυθ- το -θ- είναι τερματικό στοιχείο.ΠΑΡ. κλαυθμός, κλά(ύ)μα, κλαυ(σ)τόςαρχ.κλαυ(θ)μονή, κλαύσις, κλαύσμα, κλαυστήρμσν.- νεοελλ.κλάψιμονεοελλ.κλαμός, κλα(ψ)ούρα, κλάψα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κλαυσίγελωςαρχ.κλαιωμιλία, κλαυσίδειπνος, κλαυσίμαχοςνεοελλ.κλαψοπαναγιά, κλαψοπούλι. (Β' συνθετικό) παρακλαίωαρχ.μετακλαίω, περικλαίω, προσκλαίω, συγκλαίω, υποκλαίωνεοελλ.γελοκλαίω, κουτσοκλαίω, κρυφοκλαίω, μισοκλαίω, μυξοκλαίω, ξανακλαίω, πικροκλαίω, σιγοκλαίω, συχνοκλαίω, ψευτοκλαίω].
Dictionary of Greek. 2013.